- φυλλικός
- -ή, -ό / φυλλικός, -ή, -όν, ΝΑ [φύλλον]νεοελλ.φρ. «φυλλικό οξύ»(βιοχ.) άλλη ονομασία τού φολικού οξέοςαρχ.1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλλωμα («βλάστησις φυλλική», Θεόφρ.)2. όμοιος με φύλλο («φυλλικὸν σφαιρίον»)3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Φυλλικόςονομασία μήνα στη Θεσσαλία.
Dictionary of Greek. 2013.